πλύσιμα
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
Greek (Liddell-Scott)
πλύσιμα: τά, τὰ διὰ πλύσιν (ἤτοι πλύσιμον) διδόμενα χρήματα, τὰ παρ’ ἡμῖν πλυστικά. Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. de Sav. 1873, Janv. et Févr. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. κεῖται μόνον «πλύσιμον, τό, Lavatorium Glossar.». ― Κατὰ Πολυδεύκην (Ζ΄ 11, 38) πλύντρον ὁ μισθὸς ὁ διδόμενος ταῖς πλυντρίαις, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.