Δωριεύς
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
έως, ὁ,
A Dorian, descendant of Dorus son of Hellen, IG12(5).225 (Paros): pl., Δωριεῖς, Ion. -ιέες, Att. -ιῆς, οἱ, the Dorians, Od.19.177, etc. II as Adj., = Δωρικός, Pi.P.8.20.
Greek (Liddell-Scott)
Δωριεύς: έως, ὁ, ἀπόγονος τοῦ Δώρου υἱοῦ τοῦ Ἔλληνος· πληθ. Δωριεῖς, Ἀττ. -ιῆς, οἱ, Ὀδ. Τ. 177, Ἡρόδ., κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. =Δωρικός, Πίνδ. Π. 8. 28.