τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
κητοφόντης: -ου, ὁ, = κητοφόνος, Μιχ. Ἀκομ. τ. Α΄, σελ. 228, 15, ἔκδ. Λ.