κητοφόντης
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
Greek (Liddell-Scott)
κητοφόντης: -ου, ὁ, = κητοφόνος, Μιχ. Ἀκομ. τ. Α΄, σελ. 228, 15, ἔκδ. Λ.
Greek Monolingual
κητοφόντης, ὁ (Μ)
κητοφόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόντης (< θείνω) «φονεύω» (πρβλ. ανδρειφόντης, Αργεϊφόντης)].