κητοφόνος

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κητοφόνος Medium diacritics: κητοφόνος Low diacritics: κητοφόνος Capitals: ΚΗΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: kētophónos Transliteration B: kētophonos Transliteration C: kitofonos Beta Code: khtofo/nos

English (LSJ)

κητοφόνον, killing sea-monsters, AP6.38 (Phil.), Opp.H.5.113.

German (Pape)

[Seite 1435] Meer-, Thunfische tödtend; τρίαινα Philp. 23 (VI, 38); Opp. Hal. 5, 113.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les gros poissons.
Étymologie: κῆτος, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

κητοφόνος: убивающий морские чудища (τρίαινα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κητοφόνος: -ον, ὁ φονεύων κήτη, Ἀνθ. Π. 6. 30, Ὀππ. Ἁλ. 5. 113.

Greek Monolingual

κητοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει κήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόνος (< θείνω), πρβλ. δολοφόνος, τυραννοφόνος.

Greek Monotonic

κητοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

κητο-φόνος, ον [*φένω
killing sea-monsters, Anth.