σταφύλινος

From LSJ
Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138

German (Pape)

[Seite 931] von der Traube, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφύλῐνος: -η, -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ σταφυλῶν, «σταφυλένιος», ἀμφίβολ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 858.