σταφύλινος
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
German (Pape)
[Seite 931] von der Traube, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰφύλῐνος: -η, -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ σταφυλῶν, «σταφυλένιος», ἀμφίβολ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 858.