σταφύλινος

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source

German (Pape)

[Seite 931] von der Traube, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰφύλῐνος: -η, -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ σταφυλῶν, «σταφυλένιος», ἀμφίβολ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Νικ. Θηρ. 858.

Greek Monolingual

-ίνη, -ον, Α σταφυλή
(αμφβλ. γρφ·) αυτός που αποτελείται από σταφύλια.