πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
χᾰμαλός: -ή, -όν, πιθανῶς πλημμελ. γραφ. ἀντὶ χαμηλός, Στράβ. 451.