αἱρετέος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
α, ον,
A to be chosen, ὠφελήματα, opp. αἱρετὰ ἀγαθά, Chrysipp.Stoic.3.22, 61,al. II αἱρετέον, one must choose, Pl.Grg. 499e, Phld.Rh.1.287S., etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἱρετέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. ὃν πρέπει νὰ κυριεύσῃ, ἢ νὰ προτιμήσῃ τις, ὁ ἐπιθυμητός, Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 7, καὶ ἀλλ. ΙΙ. αἱρετέον, πρέπει τις νὰ ἐκλέξῃ, Πλάτ. Γοργ. 499Ε, καὶ ἀλλ.