βοηλάτης

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, fem. βοηλ-άτις, ιδος, ἡ· (βοῦς, ἐλαύνω):—

   A one that drives away oxen, cattle-lifter, S.Ichn.117, AP11.176 (Lucill.).    II ox-driving, ῥάβδος APl.4.200 (Mosch.); ox-tormenting, μύωψ A.Supp.307.    III cattle-driver, Lys.7.19, Pl.Plt.261d, PLond.3.1177.112 (ii A. D.).    IV β. διθύραμβος the dithyramb which gains a bull for the prize, Pi.O.13.19.

German (Pape)

[Seite 451] ὁ, 1) Rinder wegtreibend, raubend, Lucill. 41 (XI, 176); Lycophr. 1346. – 2) Ochsen treibend, stechend, μύωψ Aesch. Suppl. 608; Ochsenhirt, Plat. Polit. 261 d; der Ackermann mit seinem Gespann, Lys. 7, 19. – 3) διθύραμβος Pind. Ol. 13, 19, einen Ochsen als Siegespreis davontragend.

Greek (Liddell-Scott)

βοηλάτης: -ου, ὁ, θηλ. –ηλάτις, ιδος, ἡ, (βοῦς, ἐλαύνω) = ὁ ἀπάγων βοῦς, κλέπτης βοῶν, Ἀνθ. II. 11. 176. ΙΙ. ὁ τοὺς βοῦς κεντῶν, ἀναγκάζων, ἐρεθίζων, ῥάβδος Ἀνθ. Πλαν. 200 · ὁ τοὺς βοῦς βασανίζων, μύωψ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 307. ΙΙΙ. ὁ βόσκων βοῦς, Λυσ. 110. 7, Πλάτ. Πολιτ. 261D. IV. ἐν Πινδ. Ο. 13. 26, β. διθύραμβος, ὅστις κερδαίνει ταῦρον ὡς βραβεῖον · ἢ δυνατὸν ἡ λέξις νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Διονύσου Ταύρου · ἴδε Donaldson ἐν τῷ αὐτῷ χωρίῳ.