ἀστραγάλειος

Revision as of 11:12, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

English (LSJ)

[γᾰ], α, ον,

   A covering the ankles, = Lat. talaris, χιτών Aq.Ge.37.3.

German (Pape)

[Seite 376] aus Knöcheln gemacht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστραγάλειος: χιτών, ὁ, εἶδος μακροῦ ποδήρους χιτῶνος καταβαίνοντος μέχρι τῶν ἀστραγάλων, Λατ. tunica talaris· χιτῶνα ἀστραγάλειον Ἀκύλ. Π. Δ. (Γέν. 37. 3).