ἀποπατητέον
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
A one must ease oneself, Ar.Ec.326.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπᾰτητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποπατήσῃ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 326.
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
Full diacritics: ἀποπᾰτητέον | Medium diacritics: ἀποπατητέον | Low diacritics: αποπατητέον | Capitals: ΑΠΟΠΑΤΗΤΕΟΝ |
Transliteration A: apopatētéon | Transliteration B: apopatēteon | Transliteration C: apopatiteon | Beta Code: a)popathte/on |
A one must ease oneself, Ar.Ec.326.
ἀποπᾰτητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποπατήσῃ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 326.