χρυσοθήρας
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, Goldjäger, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χρυσόν, ζητῶν νὰ εὕρῃ χρυσόν, τοῖς χρυσοθήραις ἄρχουσιν Νικήτ. Χρον. 338Α.