ὄλολοι
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
οἱ,
A = δεισιδαίμονες, Theopomp.Com.61, Men.112.
Greek (Liddell-Scott)
ὄλολοι: οἱ, = δεισιδαίμονες, «ὀλόλους: τοὺς δεισιδαίμονας ἐκάλουν οἰωνιζόμενοι· Μένανδρος Δεισιδαίμονι· Θεόπομπος Τισαμενῷ καὶ ἄλλοι» Φώτ.