γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
πλευρογέννητος: -ον, ὁ ἐκ πλευρᾶς γεννηθείς, τὸ πλευρογέννητον τῆς Εὔας Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 306, 18.