πλευρογέννητος

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek (Liddell-Scott)

πλευρογέννητος: -ον, ὁ ἐκ πλευρᾶς γεννηθείς, τὸ πλευρογέννητον τῆς Εὔας Ἀναστ. Σιναΐτ. Ὁδηγ. σ. 306, 18.

Greek Monolingual

-ον, Μ
το ουδ. ως ουσ. φρ. «τὸ πλευρογέννητον τῆς Εὔας» — το γεγονός ότι η Εύα γεννήθηκε, προήλθε από την πλευρά του Αδάμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλευρά + γεννῶ (πρβλ. νυμφογέννητος)].