κραυγαστικός

From LSJ
Revision as of 11:16, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγαστικός Medium diacritics: κραυγαστικός Low diacritics: κραυγαστικός Capitals: ΚΡΑΥΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraugastikós Transliteration B: kraugastikos Transliteration C: kravgastikos Beta Code: kraugastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A vociferous, Procl.Par.Ptol.230, Sch.Il. 1.575; τὸ κ. Sch.Ar.Pax1078. Adv. -κῶς Sch.Ar.Eq.485.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κραυγάζῃ, «φωνακλᾶς», κραυγαστικούς, πλήκτας, προπετεῖς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 230, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 575, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 485.