ἀρᾳδιούργητος
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
Greek (Liddell-Scott)
ἀρᾳδιούργητος: -ον, ὁ ἄνευ ῥαδιουργίας, «ἀκαπήλευτον, ἄδολον, καθαρόν, ἀρᾳδιούργητον» Α. Β. 357, 28, Σουΐδ. ἐν λέξει ἀκαπήλευτον.