ἀπαίδευτος
English (LSJ)
ον,
A uneducated, παιδεύσωμεν τὸν ἀ. E.Cyc.493, cf. Pl.Tht.175d; πιθανώτεροι οἱ ἀ. τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Arist.Rh.1395b27, cf. E.Hipp. 989: c. gen. rei, uninstructed in .., X.Cyr.3.3.55. 2 boorish, rude, Pl.Grg.510b, etc.; ῥῆμα ἀ. Id.Phdr.269b; ἀ. βίος Alex.284; πνεῦμα Philem.213.11; ἀ. μαρτυρία clumsy evidence, Aeschin.1.70; ζητήσεις 2 Ep.Ti.2.23: Comp., Nicoch.3. II Adv. -τως Pl.R. 559d; ἀ. ἔχειν E.Ion247, Alex.267.4, cf. Philostr.VA6.36; φληναφᾶσθαι Phld.Rh.1.227S.
German (Pape)
[Seite 275] ununterrichtet, ungebildet, καὶ ἄγροικος Plat. Theaet. 174 d; = ἀμαθής, Dem. Lpt. 119 u. Sp. – Adv. ἀπαιδεύτως, z. B. ἔχειν Eur. Ion. 247; Soph. frg. 779; τεθραμμένος Plat. Rep. VIII, 559 d. – Compar., Nicochar. bei Schol. Ar. Plut. 179.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαίδευτος: -ον, ὁ μὴ παιδευθείς, παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον Εὐρ. Κύκλ. 492, Πλάτ. κλ.: πιθανώτεροι οἱ ἀπαίδευτοι τῶν πεπαιδευμένων ἐν τοῖς ὄχλοις Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 3, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 989: - μ. γεν. πράγμ., ὁ μὴ παιδευθείς, ὁ μὴ ἀσκηθεὶς εἴς τι, τοὺς δὲ ἀπαιδεύτους παντάπασιν ἀρετῆς Ξεν. Κύρ. 3. 3, 55. 2) ἀμαθής, ἄγροικος, σκαιός, Εὐρ. Κύκλ. 493, Πλάτ. Γοργ. 510Β, Φαῖδρ. 269Β· ἀπαίδ. βίος Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 17· ἀπαίδ. μαρτυρία, χονδροειδεστάτη, Αἰσχίν. 7. 12. ΙΙ. Ἐπιρρ. -τως Πλάτ. Πολ. 559D· ἀπαιδεύτως ἔχειν Εὐρ. Ἴων. 247.