ἁλμυρίς

Revision as of 11:19, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A anything salt, and so,    1 salt humour, Hp. Epid.3.13; salt scum, Arist.Mete.357b4.    2 salt soil or land, Thphr.CP2.5.4, LXX Jb.39.6, PPetr.3p.237, etc.; in Attica, = ἁλίπεδον, IG2.1059, Hsch.: pl., Ἁλμῡρίδες, Ar.Fr.132.    3 kind of κράμβη, Brassica cretica, Eudem. ap. Ath.<*>.369e, POxy.736.73 (i B. C.): pl., Diocl.Fr.138, Plu.2.801a.    b = ἅλιμον, Aët.1.21.    II saliness, D.S.3.39. ἁλμυρῖτις γῆ, = foreg. 1.2, Zopyr. ap. Orib. 14.62.1.

German (Pape)

[Seite 108] ίδος, ἡ, Salzwasser, Theophr. salziger Boden, bes. eine Gegend am Piräeus, Hesych., Inscr. 103; κράμβη. eine Kohlart, Ath. IX, 369 e; – in Salz Eingepökeltes, Plut. an seni 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλμῠρίς: -ίδος, ἡ, πᾶν τὸ ἁλμυρόν, ἑπομένως, 1) ἁλμυρὸς χυμός, ἁλμυρὸν ὑγρόν, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1089˙ ἁλμυρὸς ἀφρός, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13. 2) πρᾶγμα δι’ ἅλμης τεταριχευμένον, Πλούτ. 2. 801Α. 3) εἶδος κράμβης φυομένης ἐν Ἐρετρίᾳ, Κύμῃ, Ρόδῳ, κτλ., «τῇ δ’ ἡδονῇ πρώτην κεκρίσθαι τὴν ἁλμυρίδα», Ἀθήν. 369F. 4) ἁλμυρὸν ἔδαφος ἢ γῆ, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 5, 4, Ἑβδ. (Ἰώβ, λθϳ, β), παράλιόν τι μέρος τῆς Ἀττικῆς, «ἁλμυρίδες, αἰγιαλοί, καὶ τόπος ἐν τῇ Ἀττικῇ παρὰ τὰς ἐσχατιάς, οὗ τοὺς νεκροὺς (τῶν κακούργων δηλ.) ἐξέβαλλον», Ἡσύχ.˙ πρβλ. ἁλίπεδον. ΙΙ. = ἁλμυρότης, «ἁρμυράδα», Διόδ. 3. 39.