Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
Full diacritics: σκῡλευμα | Medium diacritics: σκύλευμα | Low diacritics: σκύλευμα | Capitals: ΣΚΥΛΕΥΜΑ |
Transliteration A: skýleuma | Transliteration B: skyleuma | Transliteration C: skylevma | Beta Code: sku/leuma |
ατος, τό, usu. in pl.,
A arms stripped off a slain enemy, spoils, E.Ph.857, Ion 1145, Th.4.44.
σκύλευμα: [ῡ], τό, μάλιστα ἐν τῷ πληθ., τὰ ὅπλα τὰ λαμβανόμενα ἐκ φονευθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Εὐρ. Φοίν. 857, Ἴων. 1145, Θουκ. 4. 44.