εὔτυκος
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
ον, rare form for sq.,
A well-built, εὐτύκους δόμους A.Supp.959 (Porson). II ready, γλῶσσα ib.994: c. inf., πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον . . εὔτυκος ib.974 (anap.); ὑμνεῖν B.8.4; ἐς χορόν Pratin.Lyr.2; πῦρ εὔ. ἔστω Theoc. 24.88; ἁ θεὸς εὔ. ἕρπει (fort. ἕρπειν) Call.Lav.Pall.3; [κρέα] v.l. in Hdt.1.119.