διαθλέω

From LSJ
Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

German (Pape)

[Seite 579] 1) durch-, zu Ende kämpfen, ἀγῶνας Hierocl.; βίον, Hel. 7, 5. – 2) wettkämpfen, τινί, Conon. 12; πρός τινα, Ael. V. H. 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαθλέω: ἀπελπιστικῶς ἀγωνίζομαι, πρός τινα Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 6· τινι Κόνων 12· ΙΙ. ἀγωνίζομαι συνεχῶς, μέχρι τέλους, βίον Ἡλιόδ. 7. 5· ἀγῶνες διαθλούμενοι Κλήμ. Ἀλ. 29.