τανύπτερος

Revision as of 11:23, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

ον,

   A = τανυσίπτερος, with extended wings, long-winged, οἰωνοί h.Cer. 89; αἰετός Hes.Th.523, cf. Ibyc.4, Pi.P.5.112; of arrows, Tim. Pers.30.

German (Pape)

[Seite 1067] = τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend; οἰωνοί, H. h. Cer. 89; αἰετός, Hes. Th. 523; Ibyc. 3; Pind. P. 5, 104.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύπτερος: βραχύτερος τύπος τοῦ τανυσίπτερος, ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.