τανύπτερος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
τανύπτερον,
A = τανυσίπτερος, with extended wings, long-winged, οἰωνοί h.Cer. 89; αἰετός Hes.Th.523, cf. Ibyc.4, Pi.P.5.112; of arrows, Tim. Pers.30.
German (Pape)
[Seite 1067] = τανυσίπτερος, τανυπτέρυξ, mit ausgebreiteten langen Flügeln, oder die Flügel ausbreitend, dah. weit, schnell fliegend; οἰωνοί, H. h. Cer. 89; αἰετός, Hes. Th. 523; Ibyc. 3; Pind. P. 5, 104.
Russian (Dvoretsky)
τᾰνύπτερος: длиннокрылый или с широко распростертыми крыльями (οἰωνοί HH; αἰετός Hes., Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνύπτερος: βραχύτερος τύπος τοῦ τανυσίπτερος, ὁ ἔχων μακράς, ἐκτεταμένας τὰς πτέρυγας, οἰωνοὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 89· αἰετὸς Ἡσ. Θ. 523, πρβλ. Ἴβυκ. 3, Πινδ. Ν. 5. 149.
English (Slater)
τᾰνύπτερος long winged τανύπτερος αἰετὸς (P. 5.111)
Greek Monolingual
και τανυσίπτερος, -ον, Α
αυτός που έχει τεντωμένες φτερούγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -ότερος (< πτερόν). Ο τ. ταννσί-πτερος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. του τύπου τερψίμβροτος].
Greek Monotonic
τᾰνύπτερος: -ον, βραχύτερος τύπος του τανυσίπτερος, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Middle Liddell
τᾰνύ-πτερος, ον, [shorter form of τανυσίπτερος, Hes., Pind.]