ἑλλεβορίζω
English (LSJ)
Ion. ἐλλ-, fut.
A -ιῶ Hp.Ep.20:—dose with hellebore, Id.Mochl.30, Plu. Alex.41, Archig. ap. Orib.8.1.1 (Pass.), etc.; and so, to bring one to his senses, τί σαυτὸν οὐχ ἑλλεβορίζεις; D.18.121: -όμενοι, title of play by Diph., AB100.
German (Pape)
[Seite 800] durch Nieswurz reinigen, zur Vernunft bringen; τί σεαυτὸν οὐχ ἑλλεβορίζεις ἐπὶ τούτοις; Dem. 18, 121; Hippocr.; Plut. Alex. 42; – ἑλλεβοριζόμενοι Titel einer Komödie des Diphil., B. A. 100, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλλεβορίζω: δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ ἑλλέβορον, Ἱππ. Μοχλ. 858· καὶ ἑπομένως, φέρω τινὰ εἰς τὰς αἰσθήσεις του, εἰς τὰς φρένας του, σωφρονίζω, τί σαυτὸν οὐχ ἑλλεβορίζεις; Δημ. 268. 3.