αὐτοφανής
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
English (LSJ)
ές, (φανῆναι)
A self-appearing, personally appearing, Iamb.Myst.2.4; self-revealing, Syrian. in Metaph.187.9; αὐ. τῆς οὐσίας θεωρία Procl.in Alc.p.9 C.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοφᾰνής: -ές, (φαίνομαι, φανῆναι) αὐτὸς φαινόμενος, προσωπικῶς φαινόμενος, Ἰάμβλ., κτλ. ― Ἐπίρρ. -νῶς Βυζ.