ἀδιακόρευτος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ον,
A undeflowered, virginal, Sor.1.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιακόρευτος: ἡ, ἡ μὴ διακορευθεῖσα, Σωφ. Ἐφεσ. ἐν Idel. phys. κτλ. Ι. σ. 256.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Full diacritics: ἀδιακόρευτος | Medium diacritics: ἀδιακόρευτος | Low diacritics: αδιακόρευτος | Capitals: ΑΔΙΑΚΟΡΕΥΤΟΣ |
Transliteration A: adiakóreutos | Transliteration B: adiakoreutos | Transliteration C: adiakoreftos | Beta Code: a)diako/reutos |
ον,
A undeflowered, virginal, Sor.1.10.
ἀδιακόρευτος: ἡ, ἡ μὴ διακορευθεῖσα, Σωφ. Ἐφεσ. ἐν Idel. phys. κτλ. Ι. σ. 256.