ἡροϊκός
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
ή, όν, in late Poets for ἡρωϊκός, Man.1.13, IG12(7).125 (Amorgos).
Greek (Liddell-Scott)
ἡροϊκός: -ή, -όν, παρὰ μεταγενεστέροις ποιηταῖς ἀντὶ ἡρωικός, Μανέθων 1. 13, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 279.