κολλυρικός
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ή, όν,
A made of κολλῦραι, jus collyricum, Plaut.Pers.95.
Greek (Liddell-Scott)
κολλῡρικός: -ή, -όν, κατεσκευασμένος μὲ κολλύρας, jus collyricum Plaut. Pers. 1. 3, 15.