ἁλωτός
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ή, όν,
A liable to capture or conquest, Th.6.77, Philostr.Im.1.4; ἡδονῇ ἁλωτὸν ἄνθρωπος Ph.2.381. 2 captured, Philostr.VA 2.10. II attainable, S.OT111, Men.132.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁλῶναι, ὃν δύναταί τις νὰ συλλάβῃ ἢ νικήσῃ, Θουκ. 6. 77. ΙΙ. ἐφικτός, κατορθωτός, τὸ δὲ ζητούμενον ἁλωτόν, Σοφ. Ο. Τ. 111· ἁλωτὰ γίνετ’ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ ἅπαντα, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 5.