ἄμης

From LSJ
Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

German (Pape)

[Seite 123] ητος, ὁ, eine Art Kuchen, Ar. Plut. 999 (Schol. εἶδος πλακοῦντος γαλακτώδους, nach Moer. ἔγχυτος πλακοῦς); öfter bei Ath., z. B. aus Antiphan. VI, 262 c; vgl. XIV, 644 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμης: -ητος, ὁ, εἶδος πλακοῦντος μετὰ γάλακτος, Ἀριστοφ. Πλ. 999, Ἀντιφῶν ἐν «Δυσπράτῳ» 1, Μένανδ. ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 11, κτλ.