Ναύκρατις
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ιος or εως, ἡ, Naucratis in Egypt, Hdt.2.97; Ναυκρατίτης [ῑ], ου, ὁ, <*> Naucratite, Call.Epigr.40, Str.17.1.33; στέφανος N.,
A = σάμψυχος, Anacr.83:—Adj. Ναυκρατῑτικός, ή, όν, D.24.11.
Greek (Liddell-Scott)
Ναύκρᾰτις: -ῑος ἢ -εως, ἡ, πόλις ἐν Αἰγύπτῳ, Ἡρόδ. 2. 97· - Ναυκρατίτης [ῑ], -ου, ὁ, πολίτης τῆς Ναυκρατίας, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 40, Στράβ. 808· - ἐπίθετ. Ναυκρατῑτικός, ή, όν, Δημ. 703. 15.