ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
[Seite 539] τριχος, dickhaarig, Arist. gen. anim. 5, 3.
πᾰχύθριξ: ὁ, ἡ, πυκνόθριξ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10, ἐν τῷ συγκρ. παχυτριχώτερος.