πυκνόθριξ

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνόθριξ Medium diacritics: πυκνόθριξ Low diacritics: πυκνόθριξ Capitals: ΠΥΚΝΟΘΡΙΞ
Transliteration A: pyknóthrix Transliteration B: pyknothrix Transliteration C: pyknothriks Beta Code: pukno/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, thick-haired, Nonn. D. 36.302 (leg. πυκιν-).

German (Pape)

[Seite 815] τριχος, mit dichtem Haare, Nonn. 36, 302.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνὰς τρίχας, κοινῶς «πυκνότριχος», ὁ, Νόνν. Δ. 36. 302· ἀναγνωστέον: πυκιν-.

Greek Monolingual

και πυκινόθριξ, -τριχος, ὁ, ἡ Α
αυτός που έχει πυκνό, δασύ τρίχωμα, δασύτριχος, πυκνότριχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός / πυκινός + θρίξ, τριχός (πρβλ. ἀγλαόθριξ)].