Λάμπος
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ὁ, one of the horses of Eos, Bright, Od.23.246; cf. Φαέθων.
Greek (Liddell-Scott)
Λάμπος: ὁ, εἷς τῶν ἵππων τῆς Ἠοῦς, = ὁ Λαμπρός, Ὀδ. Ψ. 246· πρβλ. Φαέθων.