συνοδοιπορέω

From LSJ
Revision as of 11:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδοιπορέω Medium diacritics: συνοδοιπορέω Low diacritics: συνοδοιπορέω Capitals: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΕΩ
Transliteration A: synodoiporéō Transliteration B: synodoiporeō Transliteration C: synodoiporeo Beta Code: sunodoipore/w

English (LSJ)

   A travel together, τινι with one, Nic.Dam.Fr.66.19 J., Luc.Herm.13, PGiss.27.4 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συνοδοιπορέω: ὁδοιπορῶ ὁμοῦ, τινί, μετά τινος, Λουκ. Ἑρμότ. 13· ― συνοδοιπορία, ἡ, τὸ ὁμοῦ ὁδοιπορεῖν, Βάβρ. 110· ― συνοδοιπόρος, ὁ, ὁ ὁμοῦ ὁδοιπορῶν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 12, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7.