ἀνέμητος
English (LSJ)
ον,
A not distributed, οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10; undivided, Max.Tyr.35.7. 2 Act., having no share, Plu.Cat.Mi.26.
German (Pape)
[Seite 222] 1) unvertheilt, bes. von Erbschaften, ἀνεμήτου τῆς οὐσίας οὔσης Aesch. 1, 102; οὐσίαν ἀν. συγχωρῆσαι, ohne Ansprüche darauf zu machen, überlassen, Dem. 44, 10. – 2) ohne Antheil, ὄχλος ἄπορος καὶ ἀν., dem noch kein Landeigenthum zugetheilt worden, Plut. Cat. min. 26; App. Civ. 418.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέμητος: ον ὁ μὴ διανεμηθείς, οὐσία Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη κλῆρος γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.