ἀνέμητος Search Google

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμητος Medium diacritics: ἀνέμητος Low diacritics: ανέμητος Capitals: ΑΝΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anémētos Transliteration B: anemētos Transliteration C: anemitos Beta Code: a)ne/mhtos

English (LSJ)

ἀνέμητον,
A not distributed, undistributed, οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10; undivided, Max.Tyr.35.7.
2 Act., having no share, Plu.Cat.Mi.26.

Spanish (DGE)

-ον
1 sent. pas. no distribuido οὐσία Aeschin.1.102, D.44.10, ἀνέμητα· ἀμέριστα Hsch.
2 sent. act. que no participa τὸν ἄπορον καὶ ἀ. ὄχλον Plu.Cat.Mi.26.

German (Pape)

[Seite 222] 1) unvertheilt, bes. von Erbschaften, ἀνεμήτου τῆς οὐσίας οὔσης Aesch. 1, 102; οὐσίαν ἀν. συγχωρῆσαι, ohne Ansprüche darauf zu machen, überlassen, Dem. 44, 10. – 2) ohne Anteil, ὄχλος ἄπορος καὶ ἀν., dem noch kein Landeigenthum zugetheilt worden, Plut. Cat. min. 26; App. Civ. 418.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non partagé;
2 qui n'a pas de part ; sans patrimoine, sans ressources.
Étymologie: , νέμω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέμητος:
1 неразделенный, нераспределенный (οὐσία Aeschin., Dem.; κοινὸς καὶ ἀ. Plut.);
2 не получивший надела, обделенный, обездоленный (ὄχλος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέμητος: ον ὁ μὴ διανεμηθείς, οὐσία Αἰσχίν. 14. 31, Δημ. 1083. 16· ὁ μὴ διαιρούμενος, τὸ ἀγαθὸν ἕν, ἀνέμητον, ἀδιαίρετον, Μάξ. Τύρ. 35. 7. 2) ἐνεργ., μηδεμίαν ἔχων κληρουχίαν, ἀναλαβεῖν τὸν ἄπορον καὶ ἀνέμητον ὄχλον, ᾧ οὐκ ἀπενεμήθη κλῆρος γῆς, Πλουτ. Κάτων νεώτ. 26.

Greek Monolingual

ἀνέμητος, -ον (Α) νέμω
1. αδιανέμητος, αμοίραστος
2. μη δεκτικός διαίρεσης, αδιαίρετος
3. (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης.

Greek Monotonic

ἀνέμητος: -ον (νέμω),
1. μη διανεμημένος, σε Δημ.
2. Ενεργ., αυτός που δεν έχει μερίδιο, σε Πλούτ.