δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
[Seite 43] hell mit den Flügeln tönend, schwirrend, Orac. Sib.
λῐγυπτερόφωνος: -ον, βομβῶν διὰ τῶν πτερύγων, Χρησμ. Σιβ. Προοίμ. 48.