καλόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103

German (Pape)

[Seite 1314] mit schönen Augen, Sp., Conj. bei Ath. X, 454 e.

Greek (Liddell-Scott)

καλόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων καλοὺς ὀφθαλμούς, Πορφύρ. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. σ. 314, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε, κατὰ διόρθ. Σκαλιγέρου ἀντὶ μαλακόφθαλμος, ἀλλ’ ἤδη διωρθώθη ἐπιτυχῶς: μεσόφθαλμος.