ἀνηρέμητος
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
English (LSJ)
ον,
A restless, Corn.ND26, S.E.M.3.5. Adv. -τως 10.223.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηρέμητος: -ον, ὁ μὴ ἠρεμῶν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 3. 5: - Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. 10. 223.