ἀσυμβούλευτος

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

German (Pape)

[Seite 380] unberathen; nicht um Rath fragend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυμβούλευτος: -ον, ὁ μὴ συμβουλευόμενός τινι, ὁ μὴ χρώμενος συμβούλῳ, ὁ ἄνευ συμβουλῆς, Βασίλ. τ. 1. σ. 452Β.