φαρμακοποιός

Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

όν,

   A preparing drugs, ἔθνος φ. A.Eleg.2, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).211.

German (Pape)

[Seite 1256] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων φάρμακα ἢ χρώματα, κλπ.· φαρμακοποιὸν ἔθνος, ἔθνος ἀποτελούμενον ἐκ μάγων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ 448.