δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
τρισανόητος: -ον, ὁ τρὶς ἀνόητος, ὁ σφόδρα ἀνόητος, Νικήτας Εὐγεν. 6, 368 (;)