ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland
Full diacritics: μελᾰνόπους | Medium diacritics: μελανόπους | Low diacritics: μελανόπους | Capitals: ΜΕΛΑΝΟΠΟΥΣ |
Transliteration A: melanópous | Transliteration B: melanopous | Transliteration C: melanopous | Beta Code: melano/pous |
ποδος, ὁ, ἡ,
A black-footed, gloss on κυανόπεζα, Sch. D Il. 11.628.
μελᾰνόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέλανας πόδας, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 628.