κυμβαλοκρούστης
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = κυμβαλιστής, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβαλοκρούστης: -ου, ὁ, = κυμβαλιστής, Γλώσσ.