πυριφλεγέθων
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English (LSJ)
ουσα, ον,
A blazing like fire, ἔσοπτρον Agesianax ap.Plu.2.921b. II pr. n. Pyriphlegethon, one of the rivers of hell, Od.10.513, Pl.Phd. 114a.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐφλεγέθων: -ουσα, -ον, λάμπων ὡς φλὸξ πυρός, ἔσοπτρον Ἀγησιάναξ παρὰ Πλουτ. 2. 921Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ Πυριφλεγέθων, εἷς τῶν ποταμῶν τοῦ Ἅιδου, οὗ τὰ ῥεῖθρα ἦσαν πυριφλεγῆ κατὰ τὰ μυθολογούμενα, Ὀδ. Κ. 513, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 114Α.