λιταργισμός
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = σκιρτήματα, in pl., Sch.Ar.Nu.1255.
Greek (Liddell-Scott)
λῐταργισμός: -οῦ, ὁ, τὸ ταχέως τρέχειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1253.