ἠρεμαῖος
From LSJ
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
English (LSJ)
α, ον,
A quiet, gentle, λῦπαι, ἡδοναί, Pl.Lg.734a; γένεσις Id.Plt.307a; πῦρ ἠ. a slight fever, Hp.Mul.1.38; σμικρὰ καὶ ἠ., opp. μεγάλα καὶ σφοδρά, Pl.Lg.733c: Comp., πόλιν -οτέραν ποιεῖν Plu.Sol.31: irreg., ἠρεμέστερος X.Cyr.7.5.63, Thphr.Vent.29. Adv. -αίως, = ἠρέμα, X. Eq.9.5, Gp.12.14.1: Comp. -αίτερον (v.l. -αιότερον) Arist.Mete.368a12; -εστέρως ἔχειν X.Cyr.3.1.30.